- ψογίζω
- V 0-0-0-0-2=2 1 Mc 11,5.11to censure, to criticize [τινα]; neol.Cf. HELBING 1928, 21
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ψογίζω — Α [ψόγος] ψέγω, ψογῶ* … Dictionary of Greek
ψογίσαι — ψογίζω aor inf act ψογίσαῑ , ψογίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψογιζόμενα — ψογίζω pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψογισθήσεται — ψογίζω fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψογίζονται — ψογίζω pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψογίζων — ψογίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐψόγισεν — ψογίζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψογιστής — ὁ, Α [ψογίζω] άτομο που αναζητεί και βρίσκει ψεγάδια στους άλλους … Dictionary of Greek